ὀφθαλμίαι

ὀφθαλμίαι
ὀφθαλμία
ophthalmia
fem nom/voc pl
ὀφθαλμίᾱͅ , ὀφθαλμία
ophthalmia
fem dat sg (attic doric aeolic)
ὀφθαλμίας
quick-sight
masc nom/voc pl
ὀφθαλμίᾱͅ , ὀφθαλμίας
quick-sight
masc dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὀφθαλμιᾶι — ὀφθαλμιᾷ , ὀφθαλμιάω suffer from ophthalmia pres subj mp 2nd sg ὀφθαλμιᾷ , ὀφθαλμιάω suffer from ophthalmia pres ind mp 2nd sg (epic) ὀφθαλμιᾷ , ὀφθαλμιάω suffer from ophthalmia pres subj act 3rd sg ὀφθαλμιᾷ , ὀφθαλμιάω suffer from ophthalmia… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμίᾳ — ὀφθαλμίαι , ὀφθαλμία ophthalmia fem nom/voc pl ὀφθαλμίᾱͅ , ὀφθαλμία ophthalmia fem dat sg (attic doric aeolic) ὀφθαλμίαι , ὀφθαλμίας quick sight masc nom/voc pl ὀφθαλμίᾱͅ , ὀφθαλμίας quick sight masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροχρόνιος — α, ο (AM μακροχρόνιος, ον) 1. αυτός που διαρκεί, που παραμένει επί πολύ χρόνο (α. «μακροχρόνια ασθένεια» β. «ὀφθαλμίαι ὑγραὶ μακροχρόνιοι μετὰ πόνων», Ιπποκρ.) 2. αυτός που ζει πολλά χρόνια, πολύχρονος, μακρόβιος («τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν… …   Dictionary of Greek

  • ροώδης — (I) ες / ῥοώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥόος / ῥοή] νεοελλ. αυτός που έχει την ιδιότητα να ρέει, ρευστός («ροώδης μάζα») αρχ. 1. (για θάλασσα) ο κυματώδης, αυτός που ταράσσεται από ορμητικά ρεύματα («τὸ μάλιστα ῥοῶδες τού πελάγους», Αιλιαν.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”